σιαγμένος

σιαγμένος
-η, -ο
μετοχή πρκ. του σιάζω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιάζομαι — σιάζομαι, σιάχτηκα, σιαγμένος βλ. πίν. 24 και πρβλ. σιάχνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιάχνομαι — σιάχνομαι, σιάχτηκα, σιαγμένος βλ. πίν. 30 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιάζω — και σάζω και σιάχνω έσιαξα, σιάχτηκα, σιαγμένος 1. ευθυγραμμίζω, ισιώνω: Σιάξε τις γραμμές. 2. τακτοποιώ: Οι στρατιώτες μόλις σηκωθούν το πρωί σιάζουντα κρεβάτια τους. 3. διορθώνω, επισκευάζω: Θα το σιάξουμε φέτος το σπίτι. 4. αμτβ., διορθώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”